- τάρχανον
- και δ. γρφ. τέρχανον, Α(κατά τον Ησύχ.) «πένθος, κῆδος».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέρχανον — τὸ, Α (δ. γρφ·) βλ. τάρχανον … Dictionary of Greek
ταρχύω — Α θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα τής Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund , που ανάγονται στη ρίζα τού χεττιτ. ρ. tarh «νικώ».… … Dictionary of Greek